ευναστήρ

ευναστήρ
εὐναστήρ, -ῆρος, ὁ, θηλ. εὐνάστειρα (Α)
1. ευνητήρ*, σύνευνος, σύζυγος
2. αυτός που χρησιμεύει ως άγκυρα («τρητόν λίθον εὐναστῆρα», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευνάζω + κατάλ. -τηρ (πρβλ. δοκιμάζω / δοκιμαστήρ, κολάζω / κολαστήρ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εὐναστῆρα — εὐναστήρ serving as an anchor masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐναστῆρας — εὐναστήρ serving as an anchor masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευνέτης — εὐνέτης, ὁ, θηλ. εὐνέτις, ιδος (ΑΜ) [ευνή] ευναστήρ*, σύζυγος («ἐστὲ γὰρ οὐ πειθοῡς εὐνέται, ἀλλὰ βίης», Ανθ. Παλ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”